- σαλβάρι
- σαλβάρι, το και σαλιβάρι, το(λ. τουρκ.), φαρδύ πανταλόνι, είδος βράκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλβάρι — και σαλιβάρι, το, Ν φαρδύ παντελόνι, ένα είδος βράκας ασιατικής καταγωγής που φοριόταν από τους χωρικούς («ποφόρηγαν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. salvar] … Dictionary of Greek
ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
σαλιβάρι — το, Ν βλ. σαλβάρι … Dictionary of Greek
σαράβαρο — το / συν. στον πληθ. τὰ σαράβαρα, ΝΜΑ (στους Πέρσες) είδος φαρδιάς βράκας, το σαλβάρι μσν. είδος μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί δάνειο, πιθ. από την Ιρανική] … Dictionary of Greek
şalvari — ŞALVÁRI s.m. pl. Pantaloni lungi, foarte largi, cu răscroiala mică, strânşi la gleznă, purtaţi mai ales în Orientul Mijlociu, atât de bărbaţi cât şi de femei; p. gener. (depr.) pantaloni largi. – Din tc. şalvar. Trimis de LauraGellner, 26.04.2004 … Dicționar Român
βράκα — η φαρδύ αντρικό ή γυναικείο παντελόνι, σαλβάρι: Παλιά στα νησιά οι άντρες φορούσαν βράκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)